νευρίνη
Greek Monolingual
η
κοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης του τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση της χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + κατάλ. -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].