νευροκοπῶ, -έω (Α)1. κόβω τα νεύρα2. κόβω τη χορδή τόξου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κόπος, ξυλο-κόπος.