νευροσιδηρούς

Greek Monolingual

νευροσιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν (Α)
αυτός που έχει πολύ γερά νεύρα, σιδερένιος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σιδηροῦς.