νευροτόμος
English (LSJ)
νευροτόμον, cutting sinews, Man.5.221.
Greek (Liddell-Scott)
νευροτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὰ νεῦρα, τοὺς τένοντας, Μανέθ. 5. 221.
Greek Monolingual
νευροτόμος, -ον (Α)
αυτός που αποκόπτει τα νεύρα, τους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λινο-τόμος, μοσχο-τόμος.
German (Pape)
Sehnen zerschneidend, Sp., wie Maneth. 5.221.