νευρόνοσος
English (LSJ)
νευρόνοσον, diseased in the sinews, Man.4.501.
Greek (Liddell-Scott)
νευρόνοσος: -ον, ὁ ἔχων νόσημα ἐν τοῖς νεύροις, Μανέθων 4. 501.
Greek Monolingual
νευρόνοσος, -ον (Α)
αυτός που έχει πάθηση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -νοσος (< νόσος), πρβλ. άνοσος, πολύνοσος].