νεφέλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of νεφέλη, Arist.Mete.367b9, Thphr. Sign.11,20.
2 Astron., nebula, Ptol.Alm.7.5, al., Vett. Val.110.12.
II of clouds in urine, Hp.Coac.571, etc.
2 cloud-like opacity on the eye, Dsc.2.151, Gal.19.534.
3 white speck on the nails, Poll.2.146.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit nuage.
Étymologie: νεφέλη.

German (Pape)

τό, dim. von νεφέλη, Wölkchen, Plut. plac.phil. 2.18.
Bei den Ärzten ein Fleck auf dem Auge, auch die weißen Fleckchen auf den Nägeln; Wolken im Urin, wie auch νεφέλη gebraucht wurde.

Russian (Dvoretsky)

νεφέλιον: τό облачко, тучка Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νεφέλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νεφέλη, Λατ. nubecula, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 24, Θεόφρ. περὶ Σημ. Ὑδάτ. 1. 11., 3. 6. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. nubecula, ἐπὶ νεφελωδῶν καθιζημάτων ἐντὸς τῶν οὔρων, Ἱππ. 213G, κτλ. 2) εἶδος νεφελοειδοῦς κηλῖδος ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22 σελ. 25). 3) λευκὸν σημεῖον ἐπὶ τῶν ὀνύχων, Πολυδ. Β΄, 146.

Greek Monolingual

το (Α νεφέλιον)
υποκορ.
1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι
2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων
3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα του κερατοειδούς του οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή
νεοελλ.
1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, του οποίου η ύπαρξη στο διάστημα υποτέθηκε ως πιθανή ερμηνεία της παρουσίας ορισμένων μη ανιχνεύσιμων γραμμών στα φάσματα γαλαξιακών ή πλανητικών νεφελωμάτων
2. βοτ. γένος δικότυλων φυτών
αρχ.
1. (σχετικά με οφθαλμό) νεφελοειδής κηλίδα
2. λευκό σημείο στα νύχια
3. αστρον. νεφελώδης κηλίδα, νεφέλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. «γένος φυτών» είναι αντιδάνειος (πρβλ. αγγλ. nephelium), μαρτυρείται δε από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].