νεόφατον, lately slain, Hsch.
[Seite 245] = νεήφατος (?).
νεόφᾰτος: -ον, «νεωστὶ τεθνηκὼς» Ἡσύχ.
νεόφατος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ τεθνηκώς».[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + φατός (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. παλαίφατος].