νηπιόλεκτος

Greek Monolingual

νηπιόλεκτος, -ον (Μ)
φρ. «νηπιόλεκια ρήματα» — νηπιώδη, ανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. κοινόλεκτος].