νησιάρχης
English (LSJ)
νησιάρχου, ὁ, governor of an island or governor of islands, Antiph.190.14, Plu.2.823d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gouverneur d'une île.
Étymologie: νῆσος, ἄρχω.
German (Pape)
ὁ, der Inselbeherrscher; Antiphan. bei Ath. VIII.342f; Plut. reip. ger. pr. 31.
Russian (Dvoretsky)
νησιάρχης: ου ὁ несиарх, правитель или владетель острова Plut.
Greek (Liddell-Scott)
νησιάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἢ κυβερνήτης νήσου, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 14, Πλούτ. 2. 823D· - νησίαρχος, Δίων Κ. 58. 5· - ῥῆμα νησιαρχέω, Συλλ. Ἐπιγρ. 3655. 7.
Greek Monolingual
νησιάρχης, ὁ (Α)
κυβερνήτης, άρχοντας νησιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -άρχης (< ἄρχω) κατά τα πολι-άρχης, ταξι-άρχης].