Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
νιαουρίζω
Greek Monolingual
1. (για γάτα) κάνω νιάου-νιάου 2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή της γάτας νιάου-νιάου+ κατάλ. -ρίζω (πρβλ. μιαουρίζω)].