νοσταλγία
Greek (Liddell-Scott)
νοσταλγία: σφοδρὸς πόθος νόστου, μεγάλη ἐπιθυμία ἐπανόδου εἰς τὴν πατρίδα, σφόδρα μεταγεν.
Greek Monolingual
η (Μ νοσταλγία) νοσταλγώ
βαθύς πόθος, λαχτάρα για επιστροφή στην πατρίδα, ανάμικτος με συναισθήματα θλίψης και ψυχικού άλγους
νεοελλ.
ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανάμικτα συναισθήματα επιθυμίας, ελπίδας, θλίψης και ανησυχίας τα οποία έχουν ως αφετηρία τους τον πόθο για επιστροφή σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο αγάπης και αφοσίωσης ή για την επάνοδο αυτών τών προσώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων.