νωτοφορέω
English (LSJ)
carry on the back, D.S.2.54: abs., Id.17.105, Vett. Val.77.14.
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragen, D. Sic. 3, 45.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφορέω: φέρω ἐπὶ τῶν νώτων, Διόδ. 2. 54, 17. 105· καὶ νωτοφορία, ἡ, τὸ φέρειν ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. 2. 54· - ἐκ τοῦ νωτο-φόρος, ον, ὁ φέρων ἐπὶ τῶν νώτων, ἀχθοφόρος, φορτηγός, ἄνδρες Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. Β΄, 2, πρβλ. ΚΔ΄, 13)· νωτ. ἡμίονος Ξεν., ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Β΄, 180, ἀλλὰ τὸ κείμενον (Κύρ. 6. 2, 34) ἔχει τὸν ἢ τὸ νωτοφόρον, ζῷον ἀχθοφόρον, πρβλ. Δίωνα Κάσσ. 56. 20· κτήνη νωτοφόρα Συλλ. Ἐπιγραφ. 5128. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νωτοφόρος· ὁ μὴ ὑπὸ ζυγόν, ἀλλὰ τῷ νώτῳ ἀχθοφορῶν ἄνθρωπος, ἵππος, ὄνος».
Russian (Dvoretsky)
νωτοφορέω: нести на спине Diod.