ξεπουλιάζω

Greek Monolingual

1. (για πτηνό) παύω να είμαι νεοσσός, αρχίζω να μεγαλώνω
2. (μτφ. για νέο άνθρωπο) απαιτώ ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + πουλί].