Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ξοδιάζω
Greek Monolingual
(I) βλ.εξοδιάζω (Ι). (II) τελώ την καθιερωμένη νεκρώσιμη ακολουθία για τον ενταφιασμό νεκρού, κηδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἐξοδιάζω (ΙΙ) «κηδεύω», με σίγηση του αρκτ. άτονου ε-].