ξυλοπαγής
English (LSJ)
ξυλοπαγές, built on piles, Str.5.1.7.
German (Pape)
[Seite 281] ές, aus Holz zusammengefügt, Strab. V, 1, 213.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: ξύλον, πήγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοπᾰγής: -ές, συνηρμοσμένος ἐκ ξύλων, Στράβ. 213.
Greek Monolingual
-ές (Α ξυλοπαγής, -ές)
συναρμοσμένος ή κατασκευασμένος με ξύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -παγής{ < θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. κηροπαγής].
Greek Monotonic
ξῠλοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), κατασκευασμένος από ξύλο, ξύλινος, σε Στράβ.