οιέτης

Greek Monolingual

οἰέτης, -ες (Α)
(ποιητ. τ. αντί ομοέτης) συνομήλικος, ισοετήςοἰέτεας ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀFετης < - (Ι) + -έτης < ἔτος (πρβλ. ομοέτης), με μετρική έκταση του -ο- σε οι-. Τύπος με ο
μαρτυρείται στη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὄέτεας (στους Βαρβάρους) ὁ καλλίθριξ», η ερμηνεία του οποίου γεννά απορίες].