(Α οἰκειοποιοῦμαι, -έομαι)παίρνω κάτι που ανήκει σε άλλον και το κάνω δικό μου, σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαιαρχ.1. υιοθετώ2. (το ενεργ.) οἰκειοποιῶ, -έω- καθιστώ κάτι οικείο σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -ποιῶ / -ποιοῦμαι (< -ποιός)].