οιοσδήποτε

Greek Monolingual

οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε)
(αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση της κατάστασης»).
επίρρ...
οἱωσδήποτε (ΑΜ)
με οποιονδήποτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II), -α, -ον + αοριστολογικό μόριο δήποτε (< δή ποτε)].