ολεσίπτολις

Greek Monolingual

ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. της λ. πόλις.