ομοιοβαρής

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής].