ομοιογενής
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοιογενής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις
2. ομοιόμορφος.
επίρρ...
ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς)
με ομοιογενή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -γενής (< γένος), πρβλ. ομογενής].