ομοουσιότητα

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμοουσιότης) ομοούσιος
η ιδιότητα του ομοουσίου, η ταυτότητα της ουσίας, το να είναι κάποιος ή κάτι της ίδιας ουσίας, το ομοούσιο.