οροαντίδραση

Greek Monolingual

η
(μικρβλ.) η ανίχνευση ουσιών στον ορό του αίματος με βιολογικές ή φυσικοχημικές μεθόδους, η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση διαφόρων νόσων και για τον καθορισμό τών ομάδων αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. seroreaction < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + reaction «αντίδραση»].