οροϊνώδης

Greek Monolingual

-ες
ιατρ. αυτός που αποτελείται από ορώδες υγρό το οποίο εμπεριέχει και ινώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. άγγλ. serofibrinous < λατ. serum «ορός» (βλ. λ. ορός) + fibrinous «ινώδης»].