οὐρεσιβώτης, ὁ (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβώτης].