οφθαλμοκαρδιακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στους οφθαλμούς και στην καρδιά
2. φρ. «οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό»
ιατρ. επιβράδυνση του σφυγμού που επιτυγχάνεται με την άσκηση πίεσης στους οφθαλμικούς βολβούς λόγω διεγέρσεως του πνευμονογαστρικού νεύρου και χρησιμοποιείται για την κατάπαυση ορισμένων κρίσεων παροξισμικής ταχυκαρδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oculo-cardiaque (< λατ. oculus «οφθαλμός» + καρδιακός)].