οἰκοδομητική
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de bâtir.
Étymologie: οἰκοδομέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδομητική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство Luc.
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de bâtir.
Étymologie: οἰκοδομέω.
οἰκοδομητική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство Luc.