οἰωνός

English (LSJ)

ὁ,
A a large bird, bird of prey, οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες Od.16.216; of the eagle, Κρονίωνι… φίλτατος οἰωνῶν Il.24.293; called οἰωνῶν βασιλεύς by A.Ag.114 (lyr.), Pi.O.13.21, cf. Ar. Av.515; ἀρχὸς οἰ. Pi.P.1.14; mentioned as devouring carcasses, Il.1.5,22.335, cf. S.Ant.205,698, Aj.830; οἰωνοὶ ὠμησταί Il.11.453; θῆρές τ' οἰωνοί τε Emp.21.11,130.2; ὑπ' οἰωνῶν ταφέντα, of corpses devoured by carrion birds, A.Th.1025, cf. S.Ant.29; as an image of swiftness, οἰωνοῖς ἅμ' ἕπονται Hes.Th.268.
2 generally, birds, opp. beasts, S.Fr.941.11; so in οἰωνοκτόνος.
II a bird of omen or bird of augury, Il.12.237, Od.15.532, Hes.Op.801; τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνούς S.El.1059 (lyr.); οὔτ' ἀπ' οἰωνῶν... οὔτ' ἐκ θεῶν του γνωτόν Id.OT395, cf. 398; οἰ. αἴσιοι X.Cyr.3.3.22, cf. Il. 12.237, Plu.2.282d; of augurs, καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνῶν, ἐπ' οἰωνοῖς καθῆσθαι, Id.Rom.22, Caes.47; οἱ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεῖς = the augurs, Id.Ant. 5.
III omen, token, presage, drawn from these birds, Il.2.859, al., cf. E.Hipp.873; εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης = the one best omen is to fight for fatherland, Il.12.243; οἰωνοὶ ἀγαθοί = good omens, Hes. Fr.134.11; δέκομαι τὸν οἰωνόν I accept the omen, hail it as auspicious, Hdt.9.91; οὗτος οἰωνὸς μέγας E.Or.788; δέδοικα… τὸν οἰωνόν Ar.Eq.28; τοῦ ἔκπλου οἰ. ἐδόκει εἶναι Th.6.27; οἰωνὸν θέσθαι or οἰωνὸν τίθεσθαι = take as an omen, E.Ph.858, Pl.Alc.2.151b; εἰς οἰ. τίθεσθαι χρηστόν Plu.Luc.36; πρὸς οἰωνοῦ τ. Ath.1.13e; οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι Pl.Lg.702c; δι' οἰωνοῦ λαμβάνειν, πρὸς οἰωνοῦ λαβεῖν, D.H.2.67,3.13; οἰωνοῦ χάριν Pl.Mx. 249b.
IV as adjective, or in apposition, οἰωνὸς θεά the bird goddess, Lyc.721. [First syllable short in S.El.1059 (lyr.).]

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. oiseau ; particul.
1 oiseau de proie;
2 oiseau qui annonce l'avenir;
II. présage qu'on tire du vol ou du cri des oiseaux ; présage, auspice en gén. : ὁ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεύς PLUT l'augure, prêtre romain ; ἐπ' οἰωνοῖς καθῆσθαι PLUT, ἐπ' οἰωνῶν καθίζεσθαι PLUT siéger pour prendre les auspices.
Étymologie: p. *ὀϜιωνός, de *ὀϜίς = lat. avis ; pour la format. cf. υἱωνός de υἱός, κοινωνός de κοινός.

German (Pape)

ὁ (οἶος), ein einzeln, einsam fliegender Vogel, wie die Raubvögel, die nie schwarmweise fliegen, Geier und Adler; oft in Vrbdg mit κύων, z.B. Τρώων κορέει κύνας ἠδ' οἰωνούς Il. 8.379, ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν οἰωνοῖσί τε πᾶσι 1.5, σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσι 22.335, οὔπω τόνγε κύνες φάγον οὐδ' οἰωνοί 24.411; ὠμησταί, 11.453; Od. 16.216 sind darunter begriffen φῆναι ἢ αἰγυπιοί, Als Sinnbild der Schnelligkeit, Hes. Th. 268. – Der Adler ist Zeus' Bote, Il. 24.292 ff., den Pind. βασιλεύς, ἀρχὸς οἰωνῶν nennt, Ol. 13.21, P. 1.7, wie Aesch. Ag. 113; αἰθέρα θ' ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, Prom. 281; πετεινῶν ὑπ' οἰωνῶν ταφέντα, Spt. 1011, öfter; meist von Raubvögeln, wie Soph. Ant. 29, 205 und öfter; οἰωνοῖς βοράν, Eur. Phoen. 1628; σκῦλον οἰωνοῖσιν, El. 897. – Weil besonders diese größeren, einzeln fliegenden, selten gesehenen Vögel als von den Göttern gesendet und die Zukunft andeutend betrachtet wurden, ist οἰωνός der Wahrsagevogel; οὔτι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις· ἔγνων γάρ μιν ἐς ἄντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα, Od. 15.531; τύνη δ' οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις πείθεσθαι, Il. 12.237; τί τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς εἰσορώμενος, Soph. El. 1047; γνώμῃ κυρήσας, οὐδ' ἀπ' οἰωνῶν μαθών, O.R. 398; vgl. O.C. 1316; αἴσιοι, Xen. Cyr. 3.2.5. – Dah. Vogelzeichen, eine aus dem Fluge oder der Stimme der Vögel entnommene Vorbedeutung der Zukunft, das Weissagen aus dem Vögelfluge, ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα, Il. 2.859; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, eine Vorbedeutung ist die beste, fürs Vaterland zu kämpfen, sagt Il. 12.243 Hektor, das Hinweisen auf andere Vogelzeichen ablehnend; οἰωνοὶ ἀγαθοί, gute Vorzeichen, Hes. frg. 39.10, wie ἀμεινόνων οἰωνῶν τυχεῖν Zenob. 1.76; δέκομαι τὸν οἰωνόν, Her. 9.91; τοῦ ἔκπλου οἰωνὸς ἐδόκει εἶναι, Thuc. 6.27; οἰωνοῦ χάριν, Plat. Menex. 249b; οἰωνόν τινα ποιοῦμαι, Legg. III.702c (vgl. Eur. Phoen. 865); τίθεμαι, Alc. II, 151c, vgl. Ath. I.13e πρὸς οἰωνοῦ τιθέμενος, es als eine Vorbedeutung auslegen, τὸ γιγνόμενον εἰς οἰωνὸν ἐτίθεντο χρηστόν Plut. Luc. 36; σημαίνουσι φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς, Xen. Symp. 4.48, vgl. Cyr. 8.7.1; Sp., καθεζομένους ἐπ' ἰχθύσιν ὥσπερ οἰωνοῖς διαμαντεύεσθαι Plut. Sol. anim. 23, ὁ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεύς, augur, Ant. 5, ἐπ' οἰωνοῖς καθήμενος Caes. 47.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνός:
1 птица, преимущ. хищная: πρὸς οἰωνῶν καὶ πρὸς κυνῶν ἐδεστόν Soph. на съедение хищным птицам и псам;
2 вещая птица (οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις ἔγνων γάρ μιν ἐς ἄντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα Hom.);
3 предзнаменование (οἰωνοῖς χρησάμενος αἰσίοις Xen.): οἱ ἐπ᾽ οἰωνοῖς ἱερεῖς Plut. птицегадатели; οἰωνὸν τίθεσθαί τι Plat. или εἰς οἰωνὸν τίθεσθαι χρηστόν Plut. принимать что-л. за хорошее предзнаменование.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· - σαρκοφάγον ὄρνεον, οἷον γύψ, ἀετὸς ἢ κόραξ, οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες Ὀδ. Π. 216· ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τοῦ Διός, φίλτατος οἰωνῶν Ἰλ. Ω. 293· ὅστις καλεῖται οἰωνῶν βασιλεὺς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 115, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 29, Ἀριστοφ. Ὄρν. 115· ἀρχὸς οἰωνὸς Πινδ. Π. 1. 14. - Ὁ Ὅμ. μνημονεύει ὁμοῦ κύνας καὶ οἰωνοὺς ὡς καταβιβρόσκοντας πτώματα, Ἰλ. Α. 5, Χ. 335, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 205, 698· οἰωνοὶ ὠμησταὶ Ἰλ. Λ. 453· θῆρές τ’ οἰωνοί τε Ἐμπεδ. 130, πρβλ. 216· ὑπ’ οἰωνῶν ταφέντα, ἐπὶ πτωμάτων ἃ καταβιβρώσκουσι σαρκοβόρα ὄρνεα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1020, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1488, Αἴ. 830, Ἀντ. 29· ὡς εἰκὼν ταχύτητος, οἰωνοῖς ἅμ’ ἕπονται Ἡσ. Θ. 268. 2) καθόλου, πτηνά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θηρία, Σοφ. Ἀποσπ. 678· πρβλ. οἰωνοκτόνος. ΙΙ. πτηνὸν μαντικόν, μέσον προρρήσεως τοῦ μέλλοντος, ἐπειδὴ ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν μεγαλειτέρων ἁρπακτικῶν πτηνῶν ἐζητεῖτο ἡ πρόγνωσις καὶ ἀποκάλυψις τοῦ μέλλοντος, Ἰλ. Μ. 237, Ὀδ. Ο. 532, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 779· ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ὁ κίρκος ῥητῶς διακρίνεται ὡς οἰωνός, πτηνὸν δηλ. μαντικόν, ἀπὸ τῶν λοιπῶν κοινῶν πτηνῶν ἅτινα συλλήβδην καλοῦνται ὄρνιθες· οὕτως, τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς Σοφ. Ἠλ. 1059· οὔτ’ ἀπ’ οἰωνῶν..., οὔτ’ ἐκ θεῶν του γνωτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 395, πρβλ. 398· οἰωνοὶ αἴσιοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· - ἡ πρὸς τὰ δεξιὰ (οὐχὶ ἡ ἐκ δεξιῶν) πτῆσις, δηλ. ἡ πρὸς ἀνατολὰς ἐθωρεῖτο ἀγαθή, καὶ τἀνάπαλιν, πρβλ. Ἰλ. Μ. 239, Nitzsch εἰς Ὀδ. Β. 155, Πλούτ. 2. 282D· - ἐπὶ οἰωνοσκόπων ἢ μάντεων, καθέζεσθαι ἐπ’ οἰωνῶν, ἐπ’ οἰωνοῖς καθῆσθαι Πλουτ. Ρωμύλ. 22, Καῖσ. 47· οἱ ἐπ’ οἰωνοῖς ἱερεῖς, οἱ μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 9. ΙΙΙ. οἰωνός, σημεῖον, προμήνυσις, ἣν ἐκ τῶν πτηνῶν τούτων ἐλάμβανον, Λατ. auspicium ἢ augurium, καθ’ ὃν τρόπον δηλ. ἐλαμβάνοντο ἐκ τῆς παρακολουθήσεως τῆς πτήσεως αὐτῶν διὰ τοῦ βλέμματος ἢ ἐκ τῆς ἀκροάσεως τῆς κραυγῆς αὐτῶν, Ἰλ. Β. 859, κ. ἀλλ., πρβλ. Valck. εἰς Ἱππ. 871· εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, «εἷς μόνον ἄριστος οἰωνός ἐστιν ὁ ὑπὲρ τῆς πατρίδος κελεύων ἀγωνίζεσθαί τε καὶ μάζεσθαι» (Θεόδ. Γαζῆς), Ἰλ. Μ. 243· οἰωνοὶ ἀγαθοί, καλὰ σημεῖα, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 10· δέκομαι τὸν οἰωνὸν, προσδέχομαι, χαιρετίζω ὡς αἴσιον, Ἡρόδ. 9. 91· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., οὗτος οἰ. μέγας Εὐρ. Ὀρ. 788· δέδοικα.. τὸν οἰ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 28· τοῦ ἔκπλου οἰ. ἐδόκει εἶναι Θουκ. 6. 27· οἰωνοῖς χρησάμενος αἰσίοις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· οἰωνὸν τίθεσθαι, λαμβάνειν ὡς οἰωνόν, θεωρεῖν οἰωνόν, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 858, Πλάτ. Ἄλκ. 2. 151C· οὕτως, εἰς οἰωνὸν τίθεσθαι χρηστὸν Πλουτ. Λούκουλλ. 36· πρὸς οἰωνοῦ τ. Ἀθήν. 13Ε· οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C· δι’ οἰωνοῦ, πρὸς οἰωνοῦ λαμβάνειν Διον. Ἁλ. 2. 67., 3. 13· οἰωνοῦ χάριν Πλάτ. Μενέξ. 249Β. IV. ὡς ἐπίθετ., πτεροφόρος, πτερωτός, ὡς τὸ Λατ. ales, οἰωνὸς θεὰ Λυκόφρ. 721. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα ἐν Σοφ. Ἠλ. 1059 ἐν Ἰωνικῷ μέτρῳ] (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ οἷος, - ἐπειδὴ τὰ πλεῖστα ἐκ τῶν σαρκοβόρων ὀρνέων ζῶσι κατὰ μόνας, -πρβλ. υἱωνὸς ἐκ τοῦ υἱός, κοινωνὸς ἐκ τοῦ κοινός· - ὁ Κούρτ. ὅμως σχετίζει τὴν λέξ. πρὸς τὴν Σανσκρ. vis, vayas, Λατ. avis, οἱονεὶ ὀϝιωνός, καὶ φρονεῖ ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ἀϝ (Σανσκρ. vâ), πνέω, φυσῶ, πρβλ. ἄω Α.)

English (Autenrieth)

(cf. avis): bird of prey, bird of omen; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, Il. 13.243. (Said by Hector. A fine example of an early protest for free-thought.)

English (Slater)

οἰωνός bird (of prey) τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (v. βασιλεύς, αἰετός) (O. 13.21) Διὸς αἰετός, ἀρχὸς οἰωνῶν (P. 1.7) ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν (I. 6.50)

Spanish

ave de augurio

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰωνός)
1. (στην αρχ. Ελλάδα) πτηνό από το κρώξιμο και το πέταγμα του οποίου μάντευαν το μέλλον («οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις
ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», Ομ. Ιλ.)
2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα, όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το πέταγμα και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», Ησίοδ.)
3. παροιμ. φρ. «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — ένας μόνον άριστος οιωνός υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την πατρίδα (Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
κάθε σημάδι το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως ένδειξη για την πρόβλεψη του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την ανάκαμψη της οικονομίας»)
μσν.-αρχ.
το πτηνό σε, αντιδιαστολή με τα άλλα ζώα
αρχ.
1. μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο πτηνό, όπως είναι ο αετός, ο γύπας και το κοράκι («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», Ομ. Οδ.)
2. ως επίθ. φτερωτός («οἰωνὸς θεά», Λυκόφρ.)
3. φρ. α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — πτώμα κατασπαραγμένο από όρνεα
β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῖς» — παρατηρώ τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το μέλλον
γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῖς ἱερεῖς» — οιωνοσκόποι
δ) «δέχομαι τὸν οἰωνόν» — αποδέχομαι, χαιρετίζω το μαντικό σημάδι ως αίσιο
ε) «οἰωνὸν τίθημι» και «οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι» — θεωρώ κάτι ως μαντικό, προφητικό σημάδι
στ) «πρὸς οἰωνοῦ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῦ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῦ λαμβάνειν» — εκλαμβάνω κάτι ως σημάδι για την πρόβλεψη του μέλλοντος
ζ) «οἰωνοῦ χάριν» — για γούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἰωνός (< οFı-ωνός) με αρχική σημ. «αρπακτικό πτηνό» κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε ΙΕ ρίζα awei- «πουλί, πτηνό» και συνδέεται με λατ. avis «πουλί», αρχ. ινδ. vayah, αβεστ. vayō, αρμ. haw. Στην ίδια ρίζα ανάγεται επίσης και η λ. αἰετός (βλ. λ. ἀετός). Το φωνήεν ο
του οἰωνός, συγκριτικά προς το φωνήεν α- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως μετάπτωση είτε, το πιθανότερο, ως αφομοιωτική τροπή του α- σε ο-. Το επίθημα, εξάλλου, -ωνός που εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. χελώνη, κορώνη, υιωνός) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. οἰωνός συνδέεται με τις λ. οἶμα, οἶστρος, ὀϊστός. Η λ. οιωνός με αρχική σημ. «αρπακτικό πουλί» κατέληξε να σημαίνει «προμήνυμα, προφητικό σημάδι», διότι τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.
ΠΑΡ. οιωνίζομαι
αρχ.
οιωνευτής, οιωνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οιωνοσκόπος
αρχ.
οιωνόβοτος, οιωνόβρωτος, οιωνοθέτης, οιωνόθρους, οιωνοκτόνος, οιωνομαντεία, οιωνόμαντις, οιωνόμικτος, οιωνοπόλος, οιωνοτροφεύς. (Β συνθετικό) νεοελλ. δυσοίωνος, ευοίωνος].

Greek Monotonic

οἰωνός: ὁ,
I. μεγαλόσωμο πτηνό, αρπακτικό σαρκοφάγο πουλί, όπως γύπας ή αετός, αντίθ. προς το κοινό πτηνό (ὄρνις), σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. πτηνό κατάλληλο να δώσει προφητικά σημάδια ή προμηνύματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· πέταγμα του πουλιού προς τα δεξιά, δηλ. με κατεύθυνση προς την Ανατολή, ήταν ευοίωνο, και το αντίστροφο.
2. μαντεία, προμάντευμα που αντλείται από την παρατήρηση πτηνών, Λατ. auspicium ή augurium, αναλόγως του τι συνάγεται από την θέαση του πετάγματός τους ή από το άκουσμα των κραυγών τους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· δέκομαι τὸν οἰωνόν, δέχομαι το προφητικό σημάδι, χαιρετίζοντάς το σαν ευοίωνο, σε Ηρόδ. (ετυμολογείται από το οἶος, επειδή τα περισσότερα αρπακτικά πουλιά ζουν μοναχικά, πρβλ. κοινωνός από το κοινός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bird of prey, which is observed by the soothsayer (Il.), prognosticating bird, omen (Il., also in prose).
Other forms: ὀϊωνός Trypho; also Alcm. 60 B 6?).
Compounds: As 1. member a.o. in οἰωνο-πόλος m. interpreter of birds (Il., Pi., A. in lyr.; D. H. = augur).
Derivatives: οἰωνίζομαι, rarely w. prefix as μετ-, ἐξ-, to observe the prognosticating bird or the auspices, to deem an omen, to tell fortunes (X, D., hell.) with οἰων-ιστής m. bird-interpreter, augur (Il., Hes. Sc., D. H.), -ιστικός belonging to the bird- interpreter or to soothsaying (Pl., Arist.), -ισμα n. omen (E., LXX), -ισμός m. id. (LXX, Plu.), -ιστήριον n. omen (X. Ap. 12; prob. after τεκμήριον), place for observing birds, augurale (D.H.); οἰωνευτής = οἰωνιστής (pap., as if from *οἰωνεύω; cf. Kalbfleisch RhM 94, 96).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [86] *h₂eu̯is bird
Etymology: Explanation debated. Because of the equally built υἱωνός (: υἱύς υἱός) prob. best from a nominal basis; therefore already by Benfey (s. Curtius 391) connected with the IE word for bird in Lat. avis, Skt. vi-ṣ a.o. (and αἰετός), with ὀ- for a- in avis a. o. explained by Schulze Kl. Schr. 662 and J. Schmidt KZ 32, 374 as vowelassimilation. By others together with οἶμα, οἶστρος, ὀιστός (s. vv. w. lit., also οἴομαι) connected with a verb put in vehement motion with οἰ- either from οἰσ- (e.g. Brugmann IF 17, 487f.) or from ὀ-ισ- (Brugmann IF 29, 233f.). Further lit. in Bq; s. also Belardi Doxa 3, 215 f. and Schmeja IF 68, 35 f. (who connects ᾠόν). - One might reconstruct *h₂ou-i-on.

Middle Liddell

οἰωνός, οῦ, ὁ,
I. a large bird, bird of prey, such as a vulture or eagle, and so distinguished from a common bird (ὄρνισ), Hom., etc.
II. a bird of omen or augury, Hom., etc.:—the flight to (not from) the right, i. e. towards the East, was fortunate, and vice versa.
2. an omen, presage, drawn from these birds, Lat. auspicium or augurium, according as taken from seeing their flight or hearing their cry, Il., etc.; δέκομαι τὸν οἰωνόν I accept the omen, hail it as favourable, Hdt. commonly deriv. from οἶος, — most birds of prey being solitary, — cf. κοινωνός from κοινός

Frisk Etymology German

οἰωνός: {oiōnós}
Forms: (ὀϊωνός Trypho; auch Alkm. 60 B 6?)
Grammar: m.
Meaning: Raubvogel, der vom Vogelschauer beobachtet wurde (ep. poet. seit Il.), Weissagevogel, Vorzeichen (seit Il., auch Prosa).
Composita: Als Vorderglied u.a. in οἰωνοπόλος m. Vogeldeuter (Il., Pi., A. in lyr.; D. H. = augur).
Derivative: Davon οἰωνίζομαι, ganz vereinzelt m. Präfix wie μετ-, ἐξ-, ‘die Weissagevögel od. die Vorzeichen beobachten, als Vorzeichen betrachten, wahrsagen’ (X, D., hell. u. sp.) mit οἰωνιστής m. Vogeldeuter, augur (Il., Hes. Sc., D. H. u.a.), -ιστικός ‘zum Vogeldeuter od. zur Weissagung gehörig’ (Pl., Arist. usw.), -ισμα n. Vorzeichen (E., LXX u.a.), -ισμός m. ib. (LXX, Plu.), -ιστήριον n. Vorzeichen (X. Ap. 12; wohl nach τεκμήριον), Platz für Vogelschau, augurale (D.H.); οἰωνευτής = οἰωνιστής (Pap., wie von *οἰωνεύω; vgl. Kalbfleisch RhM 94, 96).
Etymology: Erklärung strittig. Wegen des gleichgebildeten υἱωνός (: υἱύς υἱός) wohl am ehesten von einem nominalen Grundwort; deshalb schon von Benfey (s. Curtius 391) mit dem idg. Wort für Vogel in lat. avis, aind. vi- u.a. (und αἰετός) verbunden, wobei ὀ- für a- in avis u. a. von Schulze Kl. Schr. 662 und J. Schmidt KZ 32, 374 als Vokalassimilation erklärt wurde. Von anderen mit οἶμα, οἶστρος, ὀιστός (s. dd. m. Lit., auch οἴομαι) zu einem Verb in heftige Bewegung setzen gezogen mit οἰ- entweder aus οἰσ- (z.B. Brugmann IF 17, 487f.) oder aus ὀισ- (Brugmann IF 29, 233f. m. Lit.). Weitere Lit. bei Bq; s. auch Belardi Doxa 3, 215 f. und Schmeja IF 68, 35 f.
Page 2,372-373

English (Woodhouse)

omen, bird of omen, bird of prey, omen from birds

Mantoulidis Etymological

(=ὄρνεο, πουλί μαντικό, σημάδι, μαντεία). Ἀπό τό οἶος (=μόνος) γιατί τά ὄρνεα ζοῦν μόνα τους.
Παράγωγα: οἰωνίζομαι (=μαντεύω ἀπό τό πέταγμα καί τίς κραυγές τῶν πουλιῶν), οἰώνισμα, οἰωνισμός, οἰωνιστήριον, οἰωνιστής, οἰωνιστικός, καί τά σύνθ. οἰωνοπόλος (=μάντις), οἰωνοσκοπῶ, οἰωνοσκόπος, οἰωνοσκοπία, οἰωνοθέτης (=αὐτός πού ἑρμηνεύει τούς οἰωνούς), οἰωνόθροος (=αὐτός πού ἀνήκει στήν κραυγή τῶν πουλιῶν), οἰωνοκτόνος, ον (=αὐτός πού σκοτώνει πουλιά).

Léxico de magia

ave de augurio οἰωνοὶ πτηνοί, νῦν στήσατε πάντα ὑπ' αἶθραν aves voladoras de augurio, detened ahora todo bajo el cielo P III 202

Lexicon Thucydideum

omen, omen, prognostic, 6.27.3.