v. ὀνομάζω.
[Seite 416] = ὀνομάζω, Her.
ion. c. ὀνομάζω.
οὐνομάζω: οὐνομαίνω, οὐνομαστός, Ἰων. ἀντὶ ὀνομ-.
οὐνομάζω (Α)ιων. τ. βλ. ονομάζω.
οὐνομάζω: οὐνομαίνω, οὐνομαστός, Ιων. αντί ὀνομ-.