οὔκως

English (LSJ)

Ionic for οὔπως.

German (Pape)

[Seite 412] ion. = οὔπως.

French (Bailly abrégé)

ion. c. οὔπως.

Russian (Dvoretsky)

οὔκως: adv. ион. = οὔπως.

Greek (Liddell-Scott)

οὔκως: Ἰων. ἀντὶ οὔπως.

Greek Monolingual

οὔκως (Α)
ιων. τ. βλ. οὔπως.

Greek Monotonic

οὔκως: Ιων. αντί οὔπως.