πάγκρυφος

German (Pape)

[Seite 436] ganz verborgen, Sp. l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκρῠφος: -ον, ὅλως κεκρυμμένος Ἰουστῖν. Μάρτ. 35C.

Greek Monolingual

πάγκρυφος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Θεού) ο εντελώς κρυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κρυφός].