πέδοικος

English (LSJ)

Aeol. and Dor. for μέτοικος, Pi.Fr.25; π. χελιδών A.Fr. 53.

German (Pape)

[Seite 541] 2 Endgn, dor. u. öol. statt μέτοικος, Aesch. frg. 43.

Russian (Dvoretsky)

πέδοικος: ὁ и ἡ эол. Aesch. = μέτοικος.

Greek (Liddell-Scott)

πέδοικος: μέτοικος, Ἡσύχ.

English (Slater)

πέδοικος ?migrant πέδοικος fr. 25.

Greek Monolingual

ὁ Α
(αιολ. και δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ο μέτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ., αντί του μέτοικος, < πεδά + οίκος].