πήρωμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A mutilated or imperfect animal, opp. τέλειον, Arist.de An.415a27, 432b22, Metaph.1034b4.
II = πήρωσις, Id.GA746b32, Gal.UP14.6.
German (Pape)
[Seite 611] τό, eine Lähmung, Verstümmelung an den Gliedern oder Sinnenwerkzeugen, Arist. metaph. 6, 9.
Russian (Dvoretsky)
πήρωμα: ατος τό
1 увечное существо, урод Arst.;
2 отклонение от нормы, ненормальность Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πήρωμα: τό, πηρώματα = ἀτελῆ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τέλεια, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9., 3. 9, 9. ΙΙ. = πήρωσις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 9, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16.
Greek Monolingual
τὸ, Α πηρώ
1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο
2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία.