πίεστρον

English (LSJ)

τό, = πιεστήριον, Hp.Mul.1.70, Gal.19.104, 130.

German (Pape)

[Seite 613] τό, = πιεστήριον, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πίεστρον: τό, = πιεστήριον, Ἱππ. 618. 15, Γαλην.