πίλινος
English (LSJ)
η, ον, made of felt, ὑποδήματα IG5(1).1390.23 (Andania, i B. C.), cf. Poll.7.171.
German (Pape)
[Seite 615] von Filz gemacht, Poll. 7, 171.
Greek (Liddell-Scott)
πίλῐνος: -η, -ον, (πῖλος) πιλωτός, ἐκ πιλήματος, Πολυδ. Ζ΄, 171.