παιδευτέος

English (LSJ)

α, ον,
A to be educated, ἐν [μαθήματι] Pl.R. 526c; τῷ λόγῳ Arist.Pol.1334b8.
II παιδευτέον, one must educate, Pl.R. 377a, 402c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'on doit éduquer, à éduquer.
Étymologie: παιδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδευτέος -έα -έον, adj. verb. van παιδεύω, op te voeden, die onderwezen moet worden; n. - παιδευτέον er moet onderwezen worden.

Greek Monotonic

παιδευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του παιδεύω·
I. εκπαιδεύομαι, σε Πλάτ.
II. παιδευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να εκπαιδεύσει, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδευτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐκπαιδεύσῃ τις, ἐν μαθήματί τινι Πλάτ. Πολ. 526C· λόγῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 15, 7. ΙΙ. παιδευτέον, πρέπει τις νὰ ἐκπαιδεύσῃ, αὐτόθι 377Α, 402C.

Middle Liddell

παιδευτέος, η, ον, verb. adj. of παιδεύω
I. to be educated, Plat.
II. παιδευτέον, one must educate, Plat.