παιδοβρώς

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, eating children, Κρόνος Eust.86.13.

German (Pape)

[Seite 441] ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.

Greek (Liddell-Scott)

παιδοβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ καταβροχθίζων παῖδας, Κρόνος Εὐστ. 86. 13.

Greek Monolingual

παιδοβρώς, -ῶτος, ό ἡ (Μ)
(για τον Κρόνο) αυτός που καταβροχθίζει παιδιά («τὸν παιδοβρῶτα πατέρα Κρόνον», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ανδροβρώς].