παλιόκορμο

Greek Monolingual

το
άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές, χωρίς τιμή και προσωπική αξία, αισχρός, κακοήθης, παλιάνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + κορμί].