πανάκριβος

Greek Monolingual

-η, -ο
πάρα πολύ ακριβός.
επίρρ...
πανάκριβα
πάρα πολύ ακριβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ακριβός. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].