παράκομος
English (LSJ)
παράκομον, with flowing hair, Amphis 50.
German (Pape)
[Seite 484] behaart, com. bei Poll. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
παράκομος: -ον, ὁ κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν κόμην, Κωμικ. Ἀνών. 313· πρβλ. παράχρωμος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. κατά-κομος].