παραγωγεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, introducer, IG7.2428.6 (Thebes, iii B. C., pl.).
German (Pape)
[Seite 475] ὁ, der hervorführt, Schöpfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγεύς: έως, ὁ, ὁ παράγων, δημιουργός, παραγωγός, Ρήτορες (Walz) τ. 1. 573, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. εισαγωγέας
2. παραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. καταγωγευς].