παραζῶ

English (LSJ)

A live by the side of or as an appendage to, [ψυχὴ] τῷ σώματι παραζῶσα Plu.2.672e.
II abs., live merely, without doing anything, οὕτω παρέζων, κοὐκ ἔζων I was alive, but lived not, Anaxandr.2.4; ζῆν, οὐ π. προσῆκε Plu.2.13a.

Greek Monolingual

-άω, Α
1. ζω κοντά σε κάποιον ή ως εξάρτημα κάποιου («ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα», Πλούτ.)
2. ζω χωρίς ασχολία ή δράση
3. ζω μάταια, ανώφελα.