παρακέλευμα

English (LSJ)

or παρακέλευσμα, ατος, τό,
A exhortation, cheering address, E.Supp.1155 (lyr.); τὸ δεινὸν π. Id.IT320; ἐξ ἑνὸς or ἀφ' ἑνὸς π., D.S.15.32, D.H.6.47.
2 precept, maxim, τὸ τοῦ Φωκυλίδου π. Pl.R.407b, cf. Lg.688a, al.

German (Pape)

[Seite 482] τό, = παρακέλευσμα, steht bei Bekker Plat. Rep. III, 407 b Legg. III, 188 a u. öfter, wie D. Hal. 6, 9 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 encouragement, exhortation;
2 précepte, maxime.
Étymologie: παρακελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακέλευμα -ατος, τό [παρακελεύω] voorschrift, stelregel.

Russian (Dvoretsky)

παρακέλευμα: ατος τό требование Plat.

Greek Monolingual

και παρακέλευσμα, το, Α παρακελεύομαι
1. προτρεπτικός λόγος, παρακινητική φωνή, παρόρμηση
2. απόφθεγμα, αξίωμα, παράγγελμα («τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

παρακέλευμα: ή -ευσμα, -ατος, τό,
1. προτροπή, παραίνεση, ενθάρρυνση, παρότρυνση, σε Ευρ.
2. ηθική παραίνεση, απόφθεγμα, νουθεσία, ρητό, γνωμικό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακέλευμα: ἢ -κέλευσμα, τό, παρακίνησις, παρόρμησις, παραθαρρυντικὴ ὁμιλία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1156· τὸ δεινὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 320· ἀφ’ ἑνὸς ἢ ἐξ’ ἑνὸς π. Διόδ. 15. 32, Διον. Ἁλ. 6. 47. 2) παράγγελμα, ἀπόφθεγμα, Πλάτ. Πολ. 407Β, Νόμ. 688Α, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

παρακέλευμα, ορ -ευσμα, ατος, τό,
1. an exhortation, cheering address, Eur.
2. a precept, maxim, Plat.