παραμυθητός

English (LSJ)

παραμυθητή, παραμυθητόν, consolable, Sch.Il.9.526.

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 516.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραμυθούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς.