παρατηρήσιμος

English (LSJ)

παρατηρήσιμον, gloss on ἀποφράδας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παρατηρήσιμος: ὁ, ἡ, ὃν παρατηρεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀποφράδας.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρατηρήσιμος, -ον, ΝΑ παρατήρησις
αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί.