παραχάζω

English (LSJ)

= παραχωρέω, aor. imper. -χασον, and aor. Med.-εχάσσατο (-εχάσετο cod.), Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «παρεχάσσατο
παρεχώρησεν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χάζω «αποχωρώ, αποσύρομαι»].