παρό

English (LSJ)

i.e. παρ' ὅ, wherefore, Arist. Col. 798a23, Aud. 802a1, Mir.834b29, D.S.31.15a, Ph.1.46, al., Sor.1.85: with Comp. sense, πλεονάσαντα παρὸ ἔστι S.E.M.7.278.

German (Pape)

[Seite 524] d. i. παρ' ὅ, 1) weshalb. – 2) außer daß, Arist. plant. 1, 5.

Russian (Dvoretsky)

παρό: conj. [из παρ᾽ ὅ]
1 ввиду чего, вот почему Arst.;
2 (после compar.) нежели, чем (κρειττόνως π. ἀλλαχοῦ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παρό: δηλ. παρ’ ὅ, = δι’ ὅ, Ἀριστ. π. Χρωμ. 6, 11, π. Ἀκουστ, 27, π. Θαυμασ. 58, 3 κτλ.˙ πρβλ. διό. ΙΙ. μετὰ συγκριτικόν, = παρά, ἐκεῖσε κρειττόνως αὐξάνουσι παρὸ ἀλλαχοῦ ... Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 16, πρβλ. 1. 5, 1., 2. 2, 20.

Greek Monolingual

Α
1. (αντί παρ ὅ, δι') ένεκα τούτου, όθεν
2. (με συγκριτική σημ.) παρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. παρ' < παρ(α)- + ουδ. της αναφ. αντων. ὅς, , (πρβλ. καθό)].