πασσάλιον

English (LSJ)

τό, = πασσαλίσκος (peg, pin in musical instruments), Hsch.

German (Pape)

[Seite 532] τό, = Folgdm, Poll. 9, 120.

Greek Monolingual

τὸ, Α πάσσαλος
(κατά τον Ησύχ.) α) «πασσαλίσκος»
β) «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον».