πασσάριος

English (LSJ)

σταυρός, Hsch. πασσέληνος, v. πανσάριος.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταυρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -άριος].