-ές, Μαυτός που ταιριάζει, που αρμόζει σε πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. θεοπρεπής].
πατροπρεπὴς: διάλεξις, ἐμπρέπουσα πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1500. ἔκδ. Mi.